- ἀπηλιαστής
- ἀπηλιαστήςone who keeps away from themasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απηλιαστής — ἀπηλιαστής, ο (Α) (κωμική λέξη του Αριστοφάνη με διπλή σημασία) α) αυτός που δεν παίρνει μέρος στις συνεδριάσεις της Ηλιαίας, εχθρός του νόμου β) (από λογοπαίγνιο με τη λ. ήλιος) αυτός που δεν του αρέσει να εκτίθεται στον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την α… … Dictionary of Greek
ἀπηλιασταί — ἀπηλιαστής one who keeps away from the masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπηλιαστά — ἀπηλιαστά̱ , ἀπηλιαστής one who keeps away from the masc nom/voc/acc dual ἀπηλιαστής one who keeps away from the masc voc sg ἀπηλιαστής one who keeps away from the masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)